- ἶεροκατήγορος
- ἶερο-κατ-ήγορος, Ankläger der Heiligen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ιεροκατήγορος — ὁ (Μ ἱεροκατήγορος) 1. ο κατήγορος ιερέων 2. ο εχθρός τού κλήρου … Dictionary of Greek
ιερ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα, που προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία «ιερός, θείος, άγιος, αφιερωμένος στον θεό». Επί πλέον, στη Νέα Ελληνική απαντά ως α συνθετικό όρων τής ανατομίας … Dictionary of Greek
ιεροκατηγορία — η [ιεροκατήγορος] 1. η διατύπωση κατηγοριών κατά τών ιερέων 2. η εχθρική στάση έναντι τού κλήρου … Dictionary of Greek